υπερκέραση

υπερκέραση
η / ὑπερκέρασις, -άσεως, ΝΜΑ, και ὐπερκέρωσις ΜΑ [ὑπερκερῶ]
στρ. ελιγμός μάχης κατά τον οποίο οι επιτιθέμενοι προωθούν ορισμένες δυνάμεις τους από τα πλάγια τού κυρίως μετώπου και υπερφαλαγγίζουν τις εχθρικές δυνάμεις, αλλ. υπερφαλάγγιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερκέραση — η η υπερφαλάγγιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) …   Dictionary of Greek

  • υπερκέρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπερκέραση …   Dictionary of Greek

  • υπερκεραστές — οι / ὑπερκερασταί, ΝΜ [ὑπερκερῶ] (στο Βυζάντιο) τάγματα ιππικού, που, παρατασσόμενα σε θέση μάχης και σε μια απόσταση από τη δεξιά πτέρυγα τής πρώτης γραμμής, προστάτευαν την πτέρυγα από πιθανή υπερκέραση εκ μέρους τού εχθρού και ενεργούσαν τα… …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλάγγιση — η κύκλωση του ενός άκρου της εχθρικής παράταξης, η υπερκέραση: Ύστερα από την υπερφαλάγγιση παραδόθηκε η εχθρική διμοιρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”