υπερκέραση — η η υπερφαλάγγιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
υπερκέρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπερκέραση … Dictionary of Greek
υπερκεραστές — οι / ὑπερκερασταί, ΝΜ [ὑπερκερῶ] (στο Βυζάντιο) τάγματα ιππικού, που, παρατασσόμενα σε θέση μάχης και σε μια απόσταση από τη δεξιά πτέρυγα τής πρώτης γραμμής, προστάτευαν την πτέρυγα από πιθανή υπερκέραση εκ μέρους τού εχθρού και ενεργούσαν τα… … Dictionary of Greek
υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… … Dictionary of Greek
υπερφαλάγγιση — η κύκλωση του ενός άκρου της εχθρικής παράταξης, η υπερκέραση: Ύστερα από την υπερφαλάγγιση παραδόθηκε η εχθρική διμοιρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)